ἐσθής,-ῆτος

ἐσθής,-ῆτος
+ N 3 0-0-0-0-4=4 1 Ezr 8,68.70; 2 Mc 8,35; 11,8
clothing, garment

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • απεσθούμαι — ἀπεσθοῡμαι ( έομαι) (Α) βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + εσθούμαι (< εσθής, ήτος) «ντύνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εσθητοπράτης — ἐσθητοπράτης, ὁ (Μ) ο έμπορος ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + πράτης < πιπράσκω «πουλάω»] …   Dictionary of Greek

  • εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] …   Dictionary of Greek

  • u̯es-5 (*su̯es-) —     u̯es 5 (*su̯es )     English meaning: to dress, put on     Deutsche Übersetzung: “kleiden”     Material: O.Ind. vástē “kleidet sich, zieht an”, Av. vaste ds. (compare das unthemat. Gk. ἕσσαι, ἕσται), vaŋhaiti ds.; O.Ind. vásana , Av. vaŋhana… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”